- σπίλῳ
- σπίλονstrings of gutneut dat sgσπίλοςrockmasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σπιλώ — όω, ΜΑ βλ. σπιλώνω … Dictionary of Greek
σπιλῶ — σπιλόω stain pres subj act 1st sg σπιλόω stain pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπίλωι — σπίλῳ , σπίλον strings of gut neut dat sg σπίλῳ , σπίλος rock masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπιλώνω — σπιλῶ, όω, ΝΜΑ [σπίλος (Ι)] μτφ. κηλιδώνω, λερώνω ηθικά, ατιμάζω (α. «σπιλώνει την τιμή τής οικογένειάς της με τη συμπεριφορά της» β. «ἡ γλῶσσα... ἡ σπιλοῡσα ὅλον τὸ σῶμα», ΚΔ) αρχ. 1. προξενώ κηλίδες, λερώνω («εἶδος σπιλωθὲν χρώμασι… … Dictionary of Greek
ασπίλωτος — ἀσπίλωτος, ον (AM) ο άσπιλος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σπιλωτός < σπιλώ ( όω) «κηλιδώνω, λερώνω, μολύνω»] … Dictionary of Greek
περισπιλώ — όω, Α (πιθ. γρφ.) προκαλώ σημάδια με εγκαυστήρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σπιλῶ «κηλιδώνω, στίζω, σημειώνω»] … Dictionary of Greek
σπίλωμα — το, ΝΑ [σπιλῶ, ώνω] ηθικό στίγμα, καταισχύνη … Dictionary of Greek
σπιλωτός — ή, ό / σπιλωτός, ή, όν, ΝΑ [σπιλῶ, ώνω] αυτός που έχει κηλίδες, στίγματα … Dictionary of Greek
συσπιλώ — όω, Α μολύνω, μιαίνω ολωσδιόλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + σπιλῶ «κηλιδώνω»] … Dictionary of Greek